ὑλακτιόωντες

ὑλακτιόωντες
ὑλακτιάω
pres part act masc nom/voc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υλακτιώ — άω, Α (επικ. τ.) (μόνον η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ.) ὑλακτιόωντες αυτοί που γαβγίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτῶ, παρεκτεταμένος τ. με κατάλ. ιῶ προς διευθέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”